ἁγάλακτος

ἁγάλακτος
ἀγάλακτος , ἀγάλακτος
giving no milk
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγάλακτος — giving no milk masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγάλακτος — και αγάλατος, η, ο (Α ἀγάλακτος, ον και ἀγάλαξ, ο, η) αυτός που δεν παρέχει γάλα νεοελλ. (για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε αρχ. αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάλα] …   Dictionary of Greek

  • ἀγάλακτον — ἀγάλακτος giving no milk masc/fem acc sg ἀγάλακτος giving no milk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλάκτοις — ἀγάλακτος giving no milk masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλάκτους — ἀγάλακτος giving no milk masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάλακτοι — ἀγάλακτος giving no milk masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγαλος — η, ο [γάλα] 1. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα, αγάλακτος 2. (για εποχές) αυτή που δεν ευνοεί τη γαλακτοτροφία …   Dictionary of Greek

  • αγάλαξ — ἀγάλαξ ( ακτος), ο, η (Α) αγάλακτος* …   Dictionary of Greek

  • αγάλατος — η, ο αγάλακτος* …   Dictionary of Greek

  • αγάλαχτος — η, ο βλ. αγάλακτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”